τρίτος

τρίτος
τρίτος [], [dialect] Aeol. [full] τέρτος (v. τέρτα) η, ον, ([etym.] τρεῖς)
A third,

τοῖσι δ' ἐπὶ τρίτος ἦλθε Od.20.185

, cf. 14.471; τρίτος αὐτός himself the third, i. e. with two others (v.

αὐτός 1.6

)

τ. ἡμίδραχμον

two drachmae and a half,

Din.Fr.8.4

; cf. ἡμιτάλαντον; τ. γενέσθαι to be third in a race, Isoc.16.34, cf. Plu.Alc.11:—the third freq. appears as completing the tale, e.g. the third and last libation was offered to

Ζεὺς Σωτήρ, Διὸς σωτηρίου σπονδὴ τρίτου κρατῆρος S.Fr.425

, cf. A.Fr.55;

ἔγχει κἀπιβόα τρίτον παιῶν', ὡς νόμος ἐστίν Pherecr.131.5

(cf. τριτόσπονδος): metaph.,

Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ . . Ζηνί A.Ch.244

, cf. Eu. 759, Supp.26 (anap.); τρίτην ἐπενδίδωμι (sc. πληγήν) the third and finishing stroke, Id.Ag.1386; Ἐρινὺς . . αἷμα πίεται, τρίτην πόσιν, i. e. the blood of Clytemnestra and Aegisthus, the first being that of the children of Thyestes, the second that of Agamemnon, Id.Ch.578, cf. 1066 (anap.).
II τρίτη, with or without ἡμέρα, the day after tomorrow,

ἐς τρίτην ἡμέραν Ar.Lys.612

;

εἰς τρίτην Anaxandr.4

;

τῇ τρίτῃ X.HG3.1.17

, etc.;

τρίτῃ καὶ τετάρτῃ Id.An.4.8.21

, etc.; but ἐχθὲς καὶ τ. ἡμέραν yesterday and the day before, Id.Cyr.6.3.11:—

διὰ τρίτης

two days later,

Arist.Fr.368

; but, every other day, Hp.Fract. 48, Gal.6.354.
2 with other Nouns omitted, ἡ τ. (sc. χορδή) the third string in the heptachord, = ἡ παραμέση, Arist.Pr.920a16, Plu.2.1137b:—ἡ τ. (sc. πληγή) the third blow, v. supr. 1:—ἡ τ. (sc. μερίς) the third part of a coin or weight, Hsch. s.v. ἕκτη, Phot. post

Τριτοπάτορες; ἐγένετο ὁ μέδιμνος χρυσοῦ καὶ δύο τριτῶν IPE12.32A63

(Olbia, iii B. C.); third of a stater, Herod.2.64
.
III τρίτον as Adv., thirdly, S.Ant.55, Fr.380; a third time, E.Hel.1417, Aristid.2.182 J.; πρῶτον μὲν . . , δεύτερον δὲ . . , τ. δὲ . . Pl.R.358c; τοῦτο τ. this third time, LXXNu.22.32, Ev.Jo.21.14:—in Hom. always τὸ τρίτον, Il.3.225, 6.186, al., cf. Hdt.1.55, Ar.Ach.997, Th.6.5, etc.:—also

ἐκ τρίτου

in the third place,

Pl.Ti.54a

(but = the third time, Ev.Matt. 26.44, Dsc. 5.32);

ἐκ τρίτων E.Or.1178

, Pl.Grg.500a:—regul. Adv.

τρίτως

in the third degree,

Id.Ti.56b

.
2

τρίτον

thrice,

Syrian.in Metaph. 134.15

, Gp.2.39.7, al., Sch.Pi.O.2.123; Elean

ἐν τρίτον Schwyzer 412.4

.
IV

τὸ τ. μέρος Isoc.12.177

, etc.;

τὸ τ. Luc.Tox.46

;

τὸ τ. τοῦ ἀριθμοῦ Str.7.7.4

, cf. LXXNu.15.6; ἐπὶ τῷ τ. at the third signal, X.An.2.2.4.
V τρίτα, τά,
1 (sc. ἱερά) a sacrifice offered the third day after the funeral, Ar.Lys.613, Is.2.37, Poll.8.146.
2 τὰ τρίτα λέγειν τινί play the third part (like τριταγωνιστεῖν τινι), D.19.246, cf. Men.223.17.
3 πρῶτα δραμεῖν καὶ δεύτερα καὶ τ. win . . third place in the race, E.Epigr.3 (τρίτατα cj. Bgk.). (Cf. Skt. trlīyas, Lat. terlius, etc.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίτος — third masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη …   Dictionary of Greek

  • τρίτος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. που είναι μετά το δεύτερο και μπροστά από τον τέταρτο, ο τελευταίος από τρεις. 2. το αρσ. ως ουσ., τρίτος, ο πρόσωπο ξένο και άσχετο με αυτούς που ενδιαφέρονται για κοινή τους υπόθεση: Θα λύσει τη διαφορά μας τρίτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κάτω Τρίτος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 712 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, 16 χλμ. Δ της πόλης της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • τρίτα — τρίτος third neut nom/voc/acc pl τρίτᾱ , τρίτος third fem nom/voc/acc dual τρίτᾱ , τρίτος third fem nom/voc sg (doric aeolic) τρίτᾱ , τριτάω when three days old pres imperat act 2nd sg τρίτᾱ , τριτάω when three days old imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίται — τρίτος third fem nom/voc pl τρίτᾱͅ , τρίτος third fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτον — τρίτος third masc acc sg τρίτος third neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτω — τρίτος third masc/neut nom/voc/acc dual τρίτος third masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτων — τρίτος third fem gen pl τρίτος third masc/neut gen pl τριτάω when three days old imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τριτάω when three days old imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτως — τρίτος third adverbial τρίτος third masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”